- επιθύμημα
- ἐπιθύμημα, τὸ (Α) [επιθυμώ]1. το αντικείμενο επιθυμίας, επιθυμητό, ποθητό πράγμα («πάντων ανθρώπων ἐστί κοινόν ἐπιθύμημα ἕν τι», Πλάτ.)2. επιθυμία, πόθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιθύμημα — ἐπιθύ̱μημα , ἐπιθύμημα object of desire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμημάτων — ἐπιθῡμημάτων , ἐπιθύμημα object of desire neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμήμασι — ἐπιθῡμήμασι , ἐπιθύμημα object of desire neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμήμασιν — ἐπιθῡμήμασιν , ἐπιθύμημα object of desire neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμήματα — ἐπιθῡμήματα , ἐπιθύμημα object of desire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμήματος — ἐπιθῡμήματος , ἐπιθύμημα object of desire neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)